μητρωνυμικός

μητρωνυμικός
-ή, -ό (Α μητρωνυμικός, -ή, -όν)
αυτός που σχηματίστηκε από το όνομα τής μητέρας («μητρωνυμικά ονόματα»).
επίρρ...
μητρονυμικώς και -ά
με σχηματισμό από το όνομα τής μητέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -ωνυμικός (< -ωνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. τού όνομα), πρβλ. πατρ-ωνυμικός. Το -ω- τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μητρωνυμικά — μητρωνυμικός named after one s mother neut nom/voc/acc pl μητρωνυμικά̱ , μητρωνυμικός named after one s mother fem nom/voc/acc dual μητρωνυμικά̱ , μητρωνυμικός named after one s mother fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητρωνυμικόν — μητρωνυμικός named after one s mother masc acc sg μητρωνυμικός named after one s mother neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μητρωνυμικῶς — μητρωνυμικός named after one s mother adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανδρωνυμικός — ή, ό (Α ἀνδρωνυμικός, ή, όν) το ουδ. ως ουσ. νεοελλ. κύριο όνομα γυναίκας, που προέρχεται από το αντίστοιχο του συζύγου της αρχ. όνομα ανδρικό προερχόμενο από όνομα ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + όνυμα αιολ. τ. του όνομα. Το ω του τ. κατά τον …   Dictionary of Greek

  • γονεωνυμικός — ή, ό 1. αυτός που ονομάζεται από το όνομα τού γονέως 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γονεωνυμικά παρώνυμα ουσιαστικά σε ιδεύς, ουλο κ.λπ. για δήλωση νεογνών ζώων (πρβλ. «λέων λεοντιδεύς», «αετός αετιδεύς», «κότα κοτόπουλο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γονεύς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”